- σίτοισι
- σί̱τοισι , σῖτοςgrainmasc dat pl (epic ionic aeolic)σί̱τοισι , σῖτοςgrainneut dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιφόρημα — ἐπιφόρημα, τὸ (A) [επιφορώ] 1. στον πληθ. τὰ ἐπιφορήματα πρόσθετα φαγητά μετά το δείπνο («σίτοισι δὲ ὀλίγοισι χρέονται, ἐπιφορήμασι δὲ πολλοῑσι», Ηρόδ.) 2. προσφορά πάνω στον τάφο … Dictionary of Greek
πάγχορτος — πάγχορτος, ον (Α) αυτός που περιέχει καθετί που απαιτείται για χορτασμό, για κορεσμό («σίτοισι παγχόρτοισιν ἐξενίζομεν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χόρτος (πρβλ. εύχορτος)] … Dictionary of Greek